Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μόσχος3
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
μότημα
Μοτίλος
View word page
μόσχος2
a calf
ShortDef
a young shoot
a calf
musk
Debugging
Headword:
μόσχος2
Headword (normalized):
μόσχος
Headword (normalized/stripped):
μοσχος2
IDX:
57986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57987
Key:
Data
{'content': 'a calf'}