Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μόσχος3
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
μοσχοφάγος
View word page
μοσχοποιέω
to make a calf

ShortDef

to make a calf

Debugging

Headword:
μοσχοποιέω
Headword (normalized):
μοσχοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μοσχοποιεω
IDX:
57984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57985
Key:

Data

{'content': 'to make a calf'}