Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μόσχος3
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
μοσχοτρόφος
View word page
μοσχομάγειρος
calf-butcher
ShortDef
calf-butcher
Debugging
Headword:
μοσχομάγειρος
Headword (normalized):
μοσχομάγειρος
Headword (normalized/stripped):
μοσχομαγειρος
IDX:
57983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57984
Key:
Data
{'content': 'calf-butcher'}