Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μόσχος3
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
μοσχοτρόφια
View word page
μοσχοθύτης
slaughterer of calves

ShortDef

slaughterer of calves

Debugging

Headword:
μοσχοθύτης
Headword (normalized):
μοσχοθύτης
Headword (normalized/stripped):
μοσχοθυτης
IDX:
57982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57983
Key:

Data

{'content': 'slaughterer of calves'}