Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μόσχος3
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
μοσχοτομέα
μοσχοτόμος
View word page
μοσχίον
a young calf
ShortDef
a young calf
Debugging
Headword:
μοσχίον
Headword (normalized):
μοσχίον
Headword (normalized/stripped):
μοσχιον
IDX:
57981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57982
Key:
Data
{'content': 'a young calf'}