Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
μόσχος3
μοσχοσφραγιστής
μοσχόταυρος
View word page
μοσχίδιον
a young shoot
ShortDef
a young shoot
Debugging
Headword:
μοσχίδιον
Headword (normalized):
μοσχίδιον
Headword (normalized/stripped):
μοσχιδιον
IDX:
57979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57980
Key:
Data
{'content': 'a young shoot'}