Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
Ἄνακες
ἀνακεφαλαιόομαι
View word page
ἀνάκειμαι
to be laid up
ShortDef
to be laid up
Debugging
Headword:
ἀνάκειμαι
Headword (normalized):
ἀνάκειμαι
Headword (normalized/stripped):
ανακειμαι
IDX:
5797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5798
Key:
Data
{'content': 'to be laid up'}