Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
μόσχος
μόσχος2
View word page
μοσχεύω
to plant a sucker
ShortDef
to plant a sucker
Debugging
Headword:
μοσχεύω
Headword (normalized):
μοσχεύω
Headword (normalized/stripped):
μοσχευω
IDX:
57976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57977
Key:
Data
{'content': 'to plant a sucker'}