Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
μοσχομάγειρος
μοσχοποιέω
View word page
μοσχευματική
malleolaris
ShortDef
malleolaris
Debugging
Headword:
μοσχευματική
Headword (normalized):
μοσχευματική
Headword (normalized/stripped):
μοσχευματικη
IDX:
57974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57975
Key:
Data
{'content': 'malleolaris'}