Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
μοσχίδιον
μόσχινος
μοσχίον
μοσχοθύτης
View word page
μοσχέλαιον
oil scented with musk

ShortDef

oil scented with musk

Debugging

Headword:
μοσχέλαιον
Headword (normalized):
μοσχέλαιον
Headword (normalized/stripped):
μοσχελαιον
IDX:
57972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57973
Key:

Data

{'content': 'oil scented with musk'}