Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
μοσχίας
View word page
μοσχάριον
little calf
ShortDef
little calf
Debugging
Headword:
μοσχάριον
Headword (normalized):
μοσχάριον
Headword (normalized/stripped):
μοσχαριον
IDX:
57968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57969
Key:
Data
{'content': 'little calf'}