Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
μοσχεύω
μοσχῆ
View word page
μόσυλον
cinnamon
ShortDef
cinnamon
Debugging
Headword:
μόσυλον
Headword (normalized):
μόσυλον
Headword (normalized/stripped):
μοσυλον
IDX:
57967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57968
Key:
Data
{'content': 'cinnamon'}