Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
μοσχευματική
μόσχευσις
View word page
Μοσσυνικός
made by the Μοσσύνοικοι

ShortDef

made by the Μοσσύνοικοι

Debugging

Headword:
Μοσσυνικός
Headword (normalized):
μοσσυνικός
Headword (normalized/stripped):
μοσσυνικος
IDX:
57965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57966
Key:

Data

{'content': 'made by the Μοσσύνοικοι'}