Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
μόσχειος
μοσχέλαιον
μόσχευμα
View word page
μορφώτρια
changing men into

ShortDef

changing men into

Debugging

Headword:
μορφώτρια
Headword (normalized):
μορφώτρια
Headword (normalized/stripped):
μορφωτρια
IDX:
57963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57964
Key:

Data

{'content': 'changing men into'}