Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
μοσχάς
μοσχεία
View word page
μόρφωμα
form, shape

ShortDef

form, shape

Debugging

Headword:
μόρφωμα
Headword (normalized):
μόρφωμα
Headword (normalized/stripped):
μορφωμα
IDX:
57960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57961
Key:

Data

{'content': 'form, shape'}