Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
ἀνακεραμόω
ἀνακεράννυμι
View word page
ἀνάκαψις
gulping down

ShortDef

gulping down

Debugging

Headword:
ἀνάκαψις
Headword (normalized):
ἀνάκαψις
Headword (normalized/stripped):
ανακαψις
IDX:
5795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5796
Key:

Data

{'content': 'gulping down'}