Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
μοσχάριον
View word page
μορφύνω
adorn
ShortDef
adorn
Debugging
Headword:
μορφύνω
Headword (normalized):
μορφύνω
Headword (normalized/stripped):
μορφυνω
IDX:
57958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57959
Key:
Data
{'content': 'adorn'}