Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
μόσυλον
View word page
μορφόω
to give form

ShortDef

to give form

Debugging

Headword:
μορφόω
Headword (normalized):
μορφόω
Headword (normalized/stripped):
μορφοω
IDX:
57957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57958
Key:

Data

{'content': 'to give form'}