Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
μόσσυν
Μοσσυνικός
Μοσσύνοικοι
View word page
μορφοσκόπος
observing forms

ShortDef

observing forms

Debugging

Headword:
μορφοσκόπος
Headword (normalized):
μορφοσκόπος
Headword (normalized/stripped):
μορφοσκοπος
IDX:
57956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57957
Key:

Data

{'content': 'observing forms'}