Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
μορφώτρια
View word page
μορφήεις
formed
ShortDef
formed
Debugging
Headword:
μορφήεις
Headword (normalized):
μορφήεις
Headword (normalized/stripped):
μορφηεις
IDX:
57953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57954
Key:
Data
{'content': 'formed'}