Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
μόρφωσις
μορφωτικός
View word page
μορφή
form, shape

ShortDef

form, shape

Debugging

Headword:
μορφή
Headword (normalized):
μορφή
Headword (normalized/stripped):
μορφη
IDX:
57952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57953
Key:

Data

{'content': 'form, shape'}