Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
Μορφώ
μόρφωμα
View word page
μορφάω
to shape, fashion, mould

ShortDef

to shape, fashion, mould

Debugging

Headword:
μορφάω
Headword (normalized):
μορφάω
Headword (normalized/stripped):
μορφαω
IDX:
57950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57951
Key:

Data

{'content': 'to shape, fashion, mould'}