Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
μορφύνω
View word page
μορφάζω
to use gesticulations

ShortDef

to use gesticulations

Debugging

Headword:
μορφάζω
Headword (normalized):
μορφάζω
Headword (normalized/stripped):
μορφαζω
IDX:
57948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57949
Key:

Data

{'content': 'to use gesticulations'}