Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
μορφόω
View word page
μορφάεις
handsome

ShortDef

handsome

Debugging

Headword:
μορφάεις
Headword (normalized):
μορφάεις
Headword (normalized/stripped):
μορφαεις
IDX:
57947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57948
Key:

Data

{'content': 'handsome'}