Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
μόρφνος
μορφοειδής
μορφοσκόπος
View word page
μορφά
bodily form, build
ShortDef
bodily form, build
Debugging
Headword:
μορφά
Headword (normalized):
μορφά
Headword (normalized/stripped):
μορφα
IDX:
57946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57947
Key:
Data
{'content': 'bodily form, build'}