Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
μορφήεις
View word page
μορύσσω
to soil, stain, defile

ShortDef

to soil, stain, defile

Debugging

Headword:
μορύσσω
Headword (normalized):
μορύσσω
Headword (normalized/stripped):
μορυσσω
IDX:
57943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57944
Key:

Data

{'content': 'to soil, stain, defile'}