Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
μορφή
View word page
Μόρυς
Morys
ShortDef
Morys
Debugging
Headword:
Μόρυς
Headword (normalized):
μόρυς
Headword (normalized/stripped):
μορυς
IDX:
57942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57943
Key:
Data
{'content': 'Morys'}