Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
Μορφεύς
View word page
μορτός
mortal

ShortDef

mortal

Debugging

Headword:
μορτός
Headword (normalized):
μορτός
Headword (normalized/stripped):
μορτος
IDX:
57941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57942
Key:

Data

{'content': 'mortal'}