Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
μορφάω
View word page
μορτοβάτη
trodden by the dead

ShortDef

trodden by the dead

Debugging

Headword:
μορτοβάτη
Headword (normalized):
μορτοβάτη
Headword (normalized/stripped):
μορτοβατη
IDX:
57940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57941
Key:

Data

{'content': 'trodden by the dead'}