Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
μορφάζω
μορφασμός
View word page
μορτή
part, portion
ShortDef
part, portion
Debugging
Headword:
μορτή
Headword (normalized):
μορτή
Headword (normalized/stripped):
μορτη
IDX:
57939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57940
Key:
Data
{'content': 'part, portion'}