Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
ἀνακέλαδος
ἀνακέομαι
View word page
ἀνακαχλάζω
boil up, burst forth

ShortDef

boil up, burst forth

Debugging

Headword:
ἀνακαχλάζω
Headword (normalized):
ἀνακαχλάζω
Headword (normalized/stripped):
ανακαχλαζω
IDX:
5793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5794
Key:

Data

{'content': 'boil up, burst forth'}