Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
μορφάεις
View word page
μόρσιμος
appointed by fate, destined

ShortDef

appointed by fate, destined
Morsimus

Debugging

Headword:
μόρσιμος
Headword (normalized):
μόρσιμος
Headword (normalized/stripped):
μορσιμος
IDX:
57937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57938
Key:

Data

{'content': 'appointed by fate, destined'}