Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
μορφά
View word page
μόρρια
‘myrrh ware’; fluorite vessels made with myrrh resin
ShortDef
‘myrrh ware’; fluorite vessels made with myrrh resin
Debugging
Headword:
μόρρια
Headword (normalized):
μόρρια
Headword (normalized/stripped):
μορρια
IDX:
57936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57937
Key:
Data
{'content': '‘myrrh ware’; fluorite vessels made with myrrh resin'}