Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
Μόρυχος
View word page
μόροχθος
pipe-clay
ShortDef
pipe-clay
Debugging
Headword:
μόροχθος
Headword (normalized):
μόροχθος
Headword (normalized/stripped):
μοροχθος
IDX:
57935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57936
Key:
Data
{'content': 'pipe-clay'}