Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
Μορύχιος
View word page
μόροττον
basket
ShortDef
basket
Debugging
Headword:
μόροττον
Headword (normalized):
μόροττον
Headword (normalized/stripped):
μοροττον
IDX:
57934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57935
Key:
Data
{'content': 'basket'}