Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
μορύσσω
View word page
μόρος
man's appointed doom, fate, destiny

ShortDef

man's appointed doom, fate, destiny

Debugging

Headword:
μόρος
Headword (normalized):
μόρος
Headword (normalized/stripped):
μορος
IDX:
57933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57934
Key:

Data

{'content': "man's appointed doom, fate, destiny"}