Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
Μόρυς
View word page
μόρον
black mulberry
ShortDef
black mulberry
Debugging
Headword:
μόρον
Headword (normalized):
μόρον
Headword (normalized/stripped):
μορον
IDX:
57932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57933
Key:
Data
{'content': 'black mulberry'}