Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
μορτός
View word page
μορόεις
wrought with much pains, skilfully wrought
ShortDef
wrought with much pains, skilfully wrought
Debugging
Headword:
μορόεις
Headword (normalized):
μορόεις
Headword (normalized/stripped):
μοροεις
IDX:
57931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57932
Key:
Data
{'content': 'wrought with much pains, skilfully wrought'}