Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
μορτοβάτη
View word page
μορμωτός
frightful
ShortDef
frightful
Debugging
Headword:
μορμωτός
Headword (normalized):
μορμωτός
Headword (normalized/stripped):
μορμωτος
IDX:
57930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57931
Key:
Data
{'content': 'frightful'}