Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
μόρρια
μόρσιμος
Μόρσιμος
μορτή
View word page
Μορμώ
she-monster, bogey
ShortDef
she-monster, bogey
Debugging
Headword:
Μορμώ
Headword (normalized):
μορμώ
Headword (normalized/stripped):
μορμω
IDX:
57929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57930
Key:
Data
{'content': 'she-monster, bogey'}