Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
μόροχθος
View word page
μορμορωπός
hideous to behold

ShortDef

hideous to behold

Debugging

Headword:
μορμορωπός
Headword (normalized):
μορμορωπός
Headword (normalized/stripped):
μορμορωπος
IDX:
57925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57926
Key:

Data

{'content': 'hideous to behold'}