Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
μόροττον
View word page
μορμορυξία
frightening apparition

ShortDef

frightening apparition

Debugging

Headword:
μορμορυξία
Headword (normalized):
μορμορυξία
Headword (normalized/stripped):
μορμορυξια
IDX:
57924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57925
Key:

Data

{'content': 'frightening apparition'}