Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
μόρον
μόρος
View word page
μορμολύττομαι
to frighten, scare

ShortDef

to frighten, scare

Debugging

Headword:
μορμολύττομαι
Headword (normalized):
μορμολύττομαι
Headword (normalized/stripped):
μορμολυττομαι
IDX:
57923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57924
Key:

Data

{'content': 'to frighten, scare'}