Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
μορμωτός
μορόεις
View word page
μοριότμητος
castrated

ShortDef

castrated

Debugging

Headword:
μοριότμητος
Headword (normalized):
μοριότμητος
Headword (normalized/stripped):
μοριοτμητος
IDX:
57921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57922
Key:

Data

{'content': 'castrated'}