Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
Μορμώ
View word page
μόριος
of burial

ShortDef

of burial
epith. of Zeus as guardian of μορίαι, sacred olive trees

Debugging

Headword:
μόριος
Headword (normalized):
μόριος
Headword (normalized/stripped):
μοριος
IDX:
57919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57920
Key:

Data

{'content': ' of burial'}