Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνακαλύπτω
ἀνακαμπή
ἀνακαμπτέον
ἀνακαμπτικός
ἀνακάμπτω
ἀνακάμψερως
ἀνακαμψίπνοος
ἀνάκαμψις
ἀνάκανθος
ἀνακάπτω
ἀνάκαρ
ἀνάκαυσις
ἀνακαχλάζω
ἀνακάχλασις
ἀνάκαψις
Ἀνάκεια
ἀνάκειμαι
Ἀνάκειον
ἀνακείρω
ἀνακεκαλυμμένως
ἀνακέκλομαι
View word page
ἀνάκαρ
up to or towards the head, upwards

ShortDef

up to or towards the head, upwards

Debugging

Headword:
ἀνάκαρ
Headword (normalized):
ἀνάκαρ
Headword (normalized/stripped):
ανακαρ
IDX:
5791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5792
Key:

Data

{'content': 'up to or towards the head, upwards'}