Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
μορμυρωπός
View word page
μόριον
a piece, portion, section
ShortDef
a piece, portion, section
Debugging
Headword:
μόριον
Headword (normalized):
μόριον
Headword (normalized/stripped):
μοριον
IDX:
57918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57919
Key:
Data
{'content': 'a piece, portion, section'}