Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
μορμύρος
μορμύρω
View word page
μόρινος
mulberry-coloured
ShortDef
mulberry-coloured
Debugging
Headword:
μόρινος
Headword (normalized):
μόρινος
Headword (normalized/stripped):
μορινος
IDX:
57917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57918
Key:
Data
{'content': 'mulberry-coloured'}