Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
μορμορωπός
View word page
μοριασμός
dividing into fractional parts
ShortDef
dividing into fractional parts
Debugging
Headword:
μοριασμός
Headword (normalized):
μοριασμός
Headword (normalized/stripped):
μοριασμος
IDX:
57915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57916
Key:
Data
{'content': 'dividing into fractional parts'}