Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μονωτικός
μόνωτος
μονώψ
μόρα
μοράζομαι
μοργᾶται
Μόργης
μόργος
μορέα
μορέω
μορία
μοριασμός
μοριαστικά
μόρινος
μόριον
μόριος
Μόριος
μοριότμητος
μορμολυκεῖον
μορμολύττομαι
μορμορυξία
View word page
μορία
the sacred olives

ShortDef

the sacred olives

Debugging

Headword:
μορία
Headword (normalized):
μορία
Headword (normalized/stripped):
μορια
IDX:
57914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-57915
Key:

Data

{'content': 'the sacred olives'}